φιλόψογος — censorious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψόγως — φιλόψογος censorious adverbial φιλόψογος censorious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψογον — φιλόψογος censorious masc/fem acc sg φιλόψογος censorious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψόγοις — φιλόψογος censorious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψόγου — φιλόψογος censorious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψόγων — φιλόψογος censorious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψογοι — φιλόψογος censorious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψογώ — έω, Α [φιλόψογος] είμαι φιλόψογος … Dictionary of Greek
βρομόστομα — το 1. όποιος εκστομίζει βρομερά λόγια 2. φιλόψογος ή συκοφάντης … Dictionary of Greek
μωμοσκοπώ — μωμοσκοπῶ, έω (ΑΜ) [μωμοσκόπος] εξετάζω τα ζώα που προορίζονται για θυσία για να δω αν έχουν κανένα ελάττωμα μσν. 1. (κατ επέκτ.) έχω την τάση να ψέγω, να κατακρίνω, είμαι φιλοκατήγορος, φιλόψογος 2. (το παθ.) μωμοσκοποῡμαι, έομαι υφίσταμαι ψόγο … Dictionary of Greek